- μίσχος
- μίσχοςstalkmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίσχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 85 μ., 724 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (Α μίσχος και μίσκος) το λεπτό στέλεχος με το οποίο συνδέεται το φύλλο και ο καρπός με τον βλαστό τού φυτού… … Dictionary of Greek
μίσχος — ο λεπτό στέλεχος στο κάτω μέρος του φύλλου που το συνδέει με το υπόλοιπο φυτό, το κοτσάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μίσχοι — μίσχος stalk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσχον — μίσχος stalk masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσχου — μίσχος stalk masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσχους — μίσχος stalk masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσχων — μίσχος stalk masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσχῳ — μίσχος stalk masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρινοειδή — (crinoidea). Ομοταξία θαλάσσιων εχινοδέρμων, η οποία περιλαμβάνει πολλά απολιθωμένα είδη του παλαιοζωικού και του μεσοζωικού αιώνα και λίγα σύγχρονα είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε μεγάλα βάθη. Πρόκειται για οργανισμούς με πεντακτινωτή συμμετρία,… … Dictionary of Greek
κοιλόμισχος — κοιλόμισχος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει κοίλο μίσχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + μίσχος (πρβλ. ά μισχος, υψηλό μισχος)] … Dictionary of Greek